Κάτι πήγε πολύ στραβά στη γέννα, ίσως και στην εγκυμοσύνη τελικά, σαράντα χρόνια πριν ο γιατρός δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος. Αυτό όμως για το οποίο σε βεβαίωσε με σιγουριά ήταν ότι η μόνη αυτόνομη λειτουργία του παιδιού σου θα ήταν η αναπνοή του.
Ίσως στα λόγια του να κρυβόταν ένας υπαινιγμός να δηλωθεί ότι γεννήθηκε νεκρό, συμβαίνουν ατυχήματα στις γέννες. Εσύ όμως είχες προλάβει να νιώσεις την ανάσα του στο στήθος σου κι αρνήθηκες κατηγορηματικά. Κι έτσι ξεκίνησε η ζωή σας που θα κρατούσε, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, σαράντα χρόνια.
Στην αρχή τα πράγματα δε φαίνονταν τόσο δύσκολα, άλλωστε κάθε μωρό είναι απόλυτα εξαρτώμενο στη μητέρα του. Είχες και φίλες με συνομήλικα παιδιά και συναντιόσασταν κάθε τόσο και τα λέγατε.
Ο καιρός περνούσε όμως και η διαφορά δεν άργησε να φανεί. Άκουγες τις μαμάδες να παραπονιούνται όταν το παιδί τους στα δυόμισι δυσκολευόταν να κόψει την πάνα και να φάει μόνο του, πράγματα γι’ αυτές δεδομένα, για σένα αδιανόητα.
Να αγανακτούν με την γκρίνια και τα παράπονα των παιδιών τους που εσύ έβλεπες σα θείο δώρο καθώς είχες να παλέψεις με ένα μονότονο κλάμα πάντα ίδιο κι έπρεπε να μάθεις να ερμηνεύεις αν το προκαλούσε πονόκοιλος, πονόδοντος ή, αλίμονο, ο πόνος της ψυχής που είναι φυλακισμένη σε ένα μη λειτουργικό σώμα.
Σιγά-σιγά κι αναπόφευκτα τα παιδάκια βαρέθηκαν να έρχονται στον φίλο τους που δεν μπορούσε να παίξει μαζί τους. Και κάπως έτσι μείνατε μόνοι σας. Εσύ όμως δεν το έβαλες κάτω. Θυσίασες τα πάντα για να είσαι κάθε στιγμή στο σπίτι για τις ανάγκες και το χατίρι του.
Ήσουν τα χέρια και τα πόδια του, η φωνή του, η παρέα του. Κι είχες ακριβή ανταμοιβή τα πλατιά του χαμόγελα και μια μακρόσυρτη φωνή αγανάκτησης όταν τολμούσε καμιά γειτόνισσα να σου πει πικρή κουβέντα. Γιατί παρόλο που τίποτα δεν μπορούσε να κάνει μόνος του, όλα τα καταλάβαινε, ευτυχώς ή δυστυχώς.
Για να ανακουφίσεις τους πόνους στο σώμα του έτρεξες όσο κι όπου μπορούσες. Κι όταν ένας γιατρός αστόχαστα σου είπε «τι έρχεσαι και ξανάρχεσαι για φυσιοθεραπείες, δε βλέπεις ότι όλες σου οι προσπάθειες πάνε στον βρόντο;» εσύ αντί να τον στείλεις στον αγύριστο, όπως του άξιζε, του απάντησες με αξιοπρέπεια «εγώ μέχρι την τελευταία στιγμή θα κάνω τα πάντα για το παιδί μου». Κι έγινε το σπίτι σου ο ναός του.
Το κάθε τι λειτουργικό για να εξυπηρετείς τις ανάγκες του τη μέρα, το κρεβάτι ευρύχωρο για να μετράς τις ανάσες του τη νύχτα. Χάρη στην αδάμαστη θέλησή σου το ακίνητο σώμα του δεν άνοιξε ούτε μια πληγή, ούτε ποτέ μύρισε άσχημα, μόνο ταλκ και γαλάκτωμα, σα μωρουδιακό.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια η κατάσταση γινόταν κάποιες φορές αβάσταχτη. Τα χέρια σου όμως δεν κιότεψαν ποτέ, όπως δεν κιότεψε και η ψυχή σου. Μόνο μια σκέψη σε τρέλαινε, μη φύγεις εσύ πριν από το παιδί και μείνει αυτό αβοήθητο σε κάποιο ίδρυμα. Και κόντρα σε κάθε λογική η αγάπη σας κράτησε σαράντα χρόνια.
Τα άξια χέρια σου είναι τώρα αδειανά και είναι δύσκολο αυτό για να το συνηθίσεις. Παρηγορείσαι όμως με τη σκέψη ότι σύντομα θα χορτάσουν αγκαλιές και ελπίζεις αυτή τη φορά να είναι αμοιβαίες.
Με σεβασμό σε όλες τις μητέρες ΑμεΑ, τις επί της γης αγίες.