«Μάτια που κλαίνε μην τα πιστεύεις, είναι επικίνδυνο να τ’ αγαπάς» λέει το άσμα και φύσει αντιδραστικός θα πω ακριβώς το ανάποδο. Ξέρεις τι θάρρος θέλει για ν’ ανοίξει ο άλλος μπροστά σου όλους τους κρυμμένους άσσους, να σου δείξει την αχίλλειο πτέρνα του και να σταθεί ευάλωτος απέναντί σου; Μόνο αγάπη κι εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό σου μπορεί να δείξει μια τέτοια κίνηση.
Μέσα σε δυο μάτια που αφήνονται, ρίχνουν κάθε άμυνα και μένουν τελείως ξεγυμνωμένα μπροστά σου βιώνεις την απόλυτη ασφάλεια. Χρόνια τώρα έμαθες να σου λένε πως ξεσπάς εκεί που νιώθεις πως ανήκεις, εκεί που η οικειότητα χτυπάει κόκκινο, εκεί που το «εγώ» συναντά το «εμείς» κι ο εγωισμός μπαίνει πίσω-πίσω στην ντουλάπα, όπως τα ρούχα που δε σου ταιριάζουν πια. Τι σε κάνει, λοιπόν, ν’ αμφιβάλλεις και να συνεχίζεις να τραγουδάς αμέριμνος και δήθεν αδιάφορος «…θα σε γελάσουνε αν τα λατρεύεις, θα σε πληγώσουν και θα πονάς…»;
Περήφανος μόνο μπορείς να νιώσεις όταν ένας άνθρωπος νιώσει άνετα κλάψει μπροστά σου. Περήφανος όχι για τον πόνο, τη θλίψη ή την απογοήτευση του άλλου, αλλά γιατί μέσα από εκείνα τ’ αλμυρά δάκρυα κι εκείνα τα κατακόκκινα και πρησμένα μάτια, ο άλλος καταθέτει την αλήθεια του σ’ εσένα. Σου δίνει απλόχερα την ψυχή του και χωρίς δεύτερες σκέψεις σου προσφέρει ό,τι πολυτιμότερο έχει: το συναίσθημά του.
Σε έναν καναπέ προσπαθώντας να σου εκμυστηρευτεί την αγάπη, τον πόνο, το θυμό, την έλξη, την απώλεια ή την απόρριψη. Σε μια αγκαλιά που θα κολυμπά από δάκρυα κι αναστεναγμούς. Γιατί το κλάμα είναι σημάδι δύναμης κι όχι αδυναμίας. Ναι μεν κλαίγοντας γίνεσαι ευάλωτος, αλλά θέλει κότσια να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να εκφραστεί, ν’ απομυθοποιηθεί και ν’ απογυμνωθεί.
Σε αυτό το σύμπαν, κατεβαίνοντας απ’ το απαλό μας συννεφάκι, παραδέχομαι πως κάποιοι κλαίνε στην προσπάθειά τους να σε πείσουν. Πατάνε το κουμπί, ανοίγουν οι βρύσες και σαν άλλη Μάρθα Βούρτση προσπαθούν να χειραγωγήσουν τα συναισθήματά σου. Χρησιμοποιούν την επίκληση στο συναίσθημα που είναι πάντα πιασάρικη κι all time classic τακτική για να σε μεταπείσουν ή να κερδίσουν όσα επιθυμούν. Οι κανόνες, άλλωστε, γι’ αυτό δημιουργήθηκαν, για να σπάνε κι από εξαιρέσεις. Χωρίς, ωστόσο, να αλλοιώνεται η βασική δομή κι ο ρόλος τους.
Το κλάμα είναι λύτρωση, είναι ξέσπασμα, είναι εξιλέωση. Είναι η ιερή στιγμή για κάθε άνθρωπο σε κάθε χαρούμενη ή –ακόμα πιο συχνά– δύσκολη φάση της ζωής του. Δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να κρατάς μέσα σου μισόλογα, ανέκφραστα συναισθήματα και μαγκωμένες σκέψεις. Όλοι κλαίνε. Η πίεση, ο συναισθηματικός πνιγμός, η χαρά κι η συγκίνηση ζουν πέρα απ’ το κάθε ροζ και το κάθε γαλάζιο. Ζουν σε όλο το ουράνιο τόξο, σε μια πολύχρωμη παλέτα κι η καρδιά χτυπά το ίδιο δυνατά σε όλες τις αποχρώσεις.
Το να κλαις θέλει κότσια. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γίνει τόσο σκληροί, απαθείς και κυνικοί, που το ρήμα «κλαίω» σβήστηκε απ’ τις εργοστασιακές τους ρυθμίσεις. Αλλά κι αυτοί θα κλάψουν κάποια στιγμή. Όταν βρεθούν ανάμεσα σε χέρια που θα νιώσουν ασφάλεια, που η εμπιστοσύνη δε θα έχει από δίπλα ένα ερωτηματικό αλλά θαυμαστικό. Όταν νιώσουν ότι βρήκαν εκείνον τον άνθρωπο που αγκάλιασε τους λόγους και τις αιτίες που τους έφτασαν στο σημείο να θέλουν να ξεσπάσουν. Όταν νιώσουν πως δεν είναι πια μόνοι.
Αν είχε κάποιος –είτε, φίλος, είτε γκόμενος, είτε οποιοσδήποτε άλλος– το θάρρος να κλάψει μπροστά σου, μπράβο του αλλά και μπράβο σου! Μπράβο του γιατί είναι αληθινός και τολμάει να τσαλακώνεται σε έναν κόσμο άκαμπτο κι αλύγιστο. Μπράβο σου, γιατί έχεις πετύχει στην ιδιότητα που έχεις πλάι του, όποια κι αν είναι αυτή.
Αν, όμως, εκεί έξω υπάρχεις κι εσύ, που είσαι σαν εμένα, που ντρέπεσαι, διστάζεις και το αναβάλλεις, κλάψε! Κλάψε μπροστά στον καθρέφτη σου, μπροστά σ’ εκείνον που σε πλήγωσε, μπροστά στο φιλαράκι σου που αποτελεί για σένα οικογένειά σου. Δώσε την ευκαιρία σε κάποιον να δει την ευαίσθητη πλευρά σου -αποκαλύπτοντας την εύθραυστη πτυχή σου, μόνο να σε αγαπήσει περισσότερο μπορεί.
Σκέψου το κι αλλιώς∙ η ζωή κάθε ανθρώπου ξεκινά με κλάμα. Απ’ τη στιγμή που γεννιέσαι, κλαις κι αυτό λειτουργεί ως σημάδι πως όλα πήγαν καλά κατά τη διαδικασία του τοκετού. Δεν κλαις γιατί είσαι στεναχωρημένος ή χαρούμενος, κλαις για να δηλώσεις πως είσαι παρών πια σ’ αυτόν τον κόσμο. Κλαις μπροστά στον άνθρωπο που σε κουβαλούσε για εννέα μήνες. Κλαις λέγοντας με τον εμφατικότερο τρόπο ένα μεγάλο «ναι» στη ζωή.
Το κλάμα είναι ζωή. Η τάση έκφρασής μας με αυτόν τον τρόπο υπάρχει μέσα μας από πάντα. Απλά κάθε φορά πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα ‘ναι άξιος ν’ απλώσει τα δάχτυλά του για να στεγνώσει τα δάκρυά σου.
Μάτια που κλαίνε, λοιπόν, να τα πιστεύεις, γιατί –με δόλο ή χωρίς– εκφράζονται. Δεν είναι επικίνδυνα, δε θα σε προδώσουν. Εσύ θα τα προδώσεις αν δεν τους δώσεις το χώρο και το χρόνο να σου δείξουν πως σ’ έχουν ανάγκη. Τα ανείπωτα, τα ανέκφραστα μάτια κι εκείνα που ουρλιάζουν απωθημένα από μακριά, αυτά μόνο να φοβάσαι!
Γεράσιμος Βλαχόπουλος – pillowfights.gr