Σωκράτους και Θεάτρου γωνία, στην καρδιά της Αθήνας, στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού ηλικίας 150 ετών, θα βρεις το «Δίπορτο».
Για την ακρίβεια, θα ψάξεις το Δίπορτο, γιατί ταμπέλα δεν υπάρχει.
Μόλις κατέβεις τις σκάλες, επιστρέφεις στο παρελθόν. Στη δεκαετία του ’50. Γιατί από τότε το μαγαζί δεν έχει αλλάξει ούτε χιλιοστό. Ολα είναι όπως τότε. Μόνο ο κόσμος είναι διαφορετικός. Γιατί εκτός από τους εργαζόμενους στην Αγορά, τους πολιτικούς και τους διανοούμενους που το έχουν κάνει στέκι τους, πλέον εμφανίζονται συχνά και trendy τουρίστες, που έχουν μάθει για το Δίπορτο από διθυρμαβικά αφιερώματα που του έχουν κάνει διάσημοι youtubers που ασχολούνται με την κουζίνα.
Εκεί θα βρείς ωστόσο και μοδάτες νεαρόφατσες, που μπλέκονται με γκαλερίστες, ηθοποιούς αλλά και κουστουμαρισμένους επιχειρηματίες που επιστρέφουν στο γραφείο ποτισμένοι απ’ την τσίκνα.
Το μενού σήμερα είχε φασολάδα γίγαντες, ρεβίθια, φάβα, χόρτα, σαρδελίτσες και κοφτό μακαρονάκι με σουπιά.
Στα 9 συνολικά τραπεζάκια που έχει όλα κι όλα το μαγαζί, στρωμένα με λαδόκολλα, κάτω απο βαρέλια με καλή ρετσίνα, μπορεί να συναντήσει κανείς -και να φάει μαζί στο ίδιο τραπέζι αν υπάρχει πολύς κόσμος- από ψαράδες και μανάβηδες που πετάγονται απο την Βαρβάκειο για να τσιμπήσουν, μέχρι γνωστούς αθηναίους και νεολαίους που έχουν μαγευτεί από τον κυρ Μήτσο, τον πάντα ακούραστο μάγειρα και σερβιτόρο…
«Αν δεν είσαι αυστηρός εδώ, δεν γίνεται», μας λέει ο κυρ Μήτσος, που έχει περάσει σε αυτό το παλιό κουτούκι 50 χρόνια από την ζωή του. Απο μπακαλόγατος του παλιού ιδιοκτήτη ο κύριος Μήτσος, τώρα «τρέχει» αυτός το μαγαζί, μαζί με έναν βοηθό.
Και την εξυπηρέτησή τους, θα την ζήλευαν πολλά κυριλέ εστιατόρια.
Δεν προλαβαίνεις να κάτσεις και έχεις ήδη παραγγείλει. Πίνεις δυο γουλιές από το κρασί σου και η ζεστή φάβα είναι ήδη στο τραπέζι σου…
Ξεχωρίζει ο μαρμάρινος νεροχύτης το βάθος του μαγαζιού και στο στο τραπέζι σου θα βρείς κομμάτια χαρτιού αντί για χαρτοπετσέτες. Στις κολώνες κάδρα με αποκόμματα από παλιές εφημερίδες και ποιήματα του Κώστα Βάρναλη γιατί σε αυτό το μαγαζί σύχναζε και εκεί, λέγεται, εμπνεύστηκε μερικά από τα ποιήματα του.
Αυτή είναι η «υπόγεια ταβέρνα» στην οποία αναφέρεται-λέει ο αστικός μύθος- στους «Μοιραίους» του «Μες την υπόγεια την ταβέρνα / μες σε καπνούς και σε βρισιές / (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) / όλη η παρέα πίναμε εψές…».
Στον χώρο αυτό αισθάνεται κανείς τι πάει να πει φιλοξενία. Μπορεί ο κυρ Μήτσος και ο βοηθός του να μην μας έκαναν δηλώσεις, ωστόσο, όλοι φεύγουν απο το μαγαζί μαγεμένοι.
Σαν να έχουν ζήσει μια μοναδική εμπειρία. Και φυσικά κανείς δεν φεύγει από το μαγαζί πεινασμένος. Άγραφος Νόμος….
Μέσα σε ένα μεσημέρι συναντήσαμε ένα ζευγάρι Αμερικανών –που όπως μας εξήγησαν είχαν γνωρίσει τον μυστικό τούτο κόσμο από τον Mark Wiens- τον διάσημο Αμερικανό youtuber με τους χιλιάδες ακολούθους που είχε επισκεφτεί το δίπορτο και είχε εκθειάσει τις γεύσεις και το άρωμα του- έναν Ιάπωνα, που έβγαλε τόσες φωτογραφίες που νόμιζε κανείς οτι ήταν φωτορεπόρτερ, άλλα και δυο φίλους από το Ισραήλ.