Έχεις κοιμηθεί ποτέ όρθια; Δεν ήξερα καν, ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο ώσπου είδα να συμβαίνει στη μητέρα μου το καλοκαίρι που μας πέρασε. Είχε μόλις γυρίσει το απόγευμα απ’ τη δουλειά. Με τα ρούχα της δουλειάς, όπως ήταν, με πήρε και φύγαμε για να προλάβουμε το ραντεβού μας με τον ορθοδοντικό. Δεν είχαμε περιθώριο. Έπρεπε σε μισή ώρα να είμαστε εκεί, αλλιώς θα χάναμε το ραντεβού μας και άντε μετά να βρούμε άλλο.
Στο λεωφορείο με άφησε να κάτσω στην τελευταία κενή θέση που υπήρχε και εκείνη στάθηκε όρθια να κρατιέται απ’ τις χειρολαβές. Τα μάτια της κλείνανε, το έβλεπα. Το κεφάλι της έγερνε προς τα μπρος και η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο αργή. Το πόδια της δεν την κρατούσαν, λύγιζαν. Ευτυχώς φτάσαμε εκείνη την ώρα στη στάση μας, οπότε την ταρακούνησα και κατεβήκαμε από το λεωφορείο.
Την έπαιρνε ο ύπνος, όπου έβρισκε. Στο ιατρείο του ορθοδοντικού, στον καναπέ του σπιτιού μας, στο τραπέζι της κουζίνας, στο μετρό, στα λεωφορεία. Μια φορά, ο αδελφός μου ή εγώ φωνάξαμε τελευταία στιγμή «μαμά!» και την ξυπνήσαμε, πριν το τσιγάρο, που κρατούσε της κάψει το χέρι. Είχε αποκοιμηθεί για άλλη μια φορά.
Ήταν πάντοτε κουρασμένη. Αυτό θυμάμαι. Στο μυαλό μου η μητέρα μου είναι μια superwoman, που έτρεχε να τα προλάβει όλα και να μη μας λείψει τίποτα. Δεν ήταν απ’ αυτές τις γυναίκες, που είχαν την πολυτέλεια να μένουν σπίτι να μεγαλώνουν τα παιδιά τους έχοντας το κεφάλι τους ήσυχο, γιατί υπάρχει ένας άντρας, που τρέχει, για να τους τα φέρνει όλα έτοιμα. Ο πατέρας μου έφυγε, όταν ο αδελφός μου ήταν 4 ετών και εγώ 3 εβδομάδων.
Είμαι σίγουρη, μιας και το έζησα από κοντά, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να είσαι μόνος γονέας με δυο μικρά παιδιά. Η δουλειά της στο εργοστάσιο ήταν σκληρή. Ξυπνούσε στις 5 η ώρα το πρωί. Νύχτα έφευγε από το σπίτι. Μας ξυπνούσε 10 λεπτά, πριν ξεκινήσει και νυσταγμένα, όπως ήμασταν, μας πήγαινε στη γειτόνισσα, που μας πρόσεχε μέχρι να σχολάσει. Λεφτά για νταντάδες και παιδικούς σταθμούς δεν υπήρχαν. Υπήρχε μόνο μια μικρή ηλεκτρική σόμπα που η μητέρα μου άναβε κάθε πρωί για 10 λεπτά, για να ντυθούμε χωρίς να κρυώνουμε.
Η γειτόνισσα, άγιος άνθρωπος, ήταν η καλύτερη φίλη, που μπορούσε να έχει η μητέρα μου. Ήταν πάντα κοντά της και τη βοηθούσε με εμάς, όποτε χρειαζόταν. Είχε ένα πανέμορφο λαμπραντόρ, που το λέγανε ”Μπέιμπι”. Όταν η μητέρα μου ερχόταν μετά τη δουλειά να μας πάρει, ο Μπέιμπι καθόταν στον καναπέ δίπλα της και ακουμπούσε το χεράκι του στον ώμο της, σαν να της έλεγε «Κουράγιο. Σε καταλαβαίνω. Φαίνεται, ότι είσαι κουρασμένη. Υπομονή. Όλα καλά θα πάνε».
Έκανε θυσίες. Πολλές θυσίες. Μας λάτρευε και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Δεν άφησε ποτέ τίποτα να μας λείψει. Είχε, δεν είχε μας τα παρήχε όλα. Δεν μας άφησε ποτέ να νιώσουμε φτωχοί. Θυσίασε τα πάντα για μας. Το χρόνο της, την προσωπική της ευτυχία, τον ίδιο της τον εαυτό.
Θυμάμαι, ότι το σπίτι που μετακομίσαμε, όταν ο πατέρας μου μας παράτησε, είχε μόνο ένα υπνοδωμάτιο, στο οποίο κοιμόμασταν εγώ και ο αδερφός μου. Η μητέρα μου είχε ένα ράντζο στο καθιστικό και κοιμόταν εκεί. Υπήρχε και άλλο ένα δωματιάκι, το οποίο χρησίμευε ως αποθηκούλα και δεν είχε καθόλου παράθυρα. Όταν ο αδερφός μου μεγάλωσε λίγο και δεν ήθελε πια να μοιράζεται το δωμάτιό του μαζί μου, τη μετέτρεψε σε δωμάτιο. Δεν χώραγε ούτε κρεβάτι εκεί μέσα. Ένας φίλος του με τη φαντασία, που είχε, πήρε ένα στρώμα, το έκοψε κατά κάποιο τρόπο στη μέση και το τοποθέτησε στη γωνία της αποθήκης πάνω σε μια κατασκευή από ξύλινες παλέτες.
Λίγα χρόνια έπειτα από το διαζύγιό της με το μπαμπά μου, βρήκε άλλη δουλειά καλύτερη, αλλά με μεγαλύτερο ωράριο. Τη βλέπαμε μόνο το βράδυ και με το ζόρι. Η γειτόνισσα; Δεύτερη μάνα μας. Αν δεν ήταν κι αυτή…. Κοίταζα τη μαμά μου με υπερηφάνεια. Η νέα της δουλειά ήταν συναρπαστική και την έβλεπα πιο ήρεμη. Παρόλο, που ήξερα, ότι ήταν διαφορετική από τις άλλες μαμάδες –απουσίαζε πολλές ώρες, δεν ερχόταν στις γιορτές του σχολείου, δεν βγαίναμε ποτέ βόλτες μαζί – ποτέ δεν ένιωσα θυμό, αδιαφορία ή λύπη, ούτε στενοχωρήθηκα ποτέ, που δεν μπορούσε να έχει τον ενεργό ρόλο, που ήθελα στη ζωή μου. Ήμουν περήφανη, πιο περήφανη δεν θα μπορούσα να είμαι.
Με το νέο της μισθό, που ήταν σαφώς καλύτερος, πάλευε να πληρώσει τα χρέη, που της είχε αφήσει ο πατέρας μου φεύγοντας. Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν παραπονέθηκε ποτέ. Με τη στάση της έδειχνε, πόσο ικανές είναι οι γυναίκες και τί μπορούν να καταφέρουν αρκεί να το θέλουν.
Όσο μεγάλωνα, τόσο πιο πολλές ενοχές αισθανόμουν. Με πλήγωνε να βλέπω τη μάνα μου να παλεύει τόσο σκληρά για χάρη μας. Ένιωθα συχνά να σφίγγεται το στομάχι μου από τις τύψεις. Ξέρω, ότι δεν έφταιγα εγώ για αυτή την κατάσταση, αλλά δεν έφταιγε ούτε κι εκείνη. Εκείνη είναι, όμως αυτή, που τα τράβαγε όλα. Και δεν είπε ποτέ ούτε ένα παράπονο, ούτε μια κακή κουβέντα για τον πατέρα μου. Άντεχε αγόγγυστα επί δεκαετίες, δούλευε σαν το σκυλί και ήταν πάντα εκεί για μας. Μας έστελνε διακοπές στο εξοχικό της γειτόνισσας και αυτή έμενε πίσω να δουλέψει, για μας. Όλα για μένα και τον αδελφό μου.
Πριν δύο χρόνια, βγήκε στη σύνταξη. Ξαφνικά, η ζωή της άλλαξε ριζικά. Τέρμα το πρωινό ξύπνημα. Τώρα ξεκούραση, διασκέδαση, γυμναστήριο και τα απογεύματα σινεμά με τη γειτόνισσα, που εν τω μεταξύ είχε μείνει χήρα. Άπλετος χρόνος για όλους μας. Για νέους και παλιούς φίλους. Η ζωή, που δεν έζησε ήταν τώρα εδώ και την υποδεχόταν όλο χαρά. Δεν είχε πια καμία υποχρέωση απέναντί μας μιας και είχαμε μεγαλώσει, αλλά όχι. Ήταν ακόμη εδώ και για τους δυο μας. Πάντα πλάι μας, πάντα στυλοβάτης.
Πλέον μπορώ να πω, ότι η ανακούφιση, που νιώθω είναι τεράστια. Η καρδιά μου πήγε πάλι στη θέση της και νιώθω λες και μαζί με το δικό της βάρος, έφυγε από την πλάτη μου και το δικό μου. Νιώθω απίστευτη ευτυχία και ηρεμία. Ξέρω, ότι είναι καλά. Μετά από τόσα χρόνια, είναι καλά. Κοιμάται τόσο, όσο δεν κοιμήθηκε ποτέ στη ζωή της. Παίρνει επιτέλους αυτό, που της έλειπε. Ύπνο, ξεκούραση και στιγμές μαζί μας. Οι ενοχές, που αισθανόμουν χάθηκαν. Κάθε φορά, που μου στέλνει ένα μήνυμα και μου λέει, ότι θα κάνει κάτι, που την ευχαριστεί και ποτέ δεν το έκανε, παίρνει και ένα κιλό από πάνω μου. Υπάρχουν, όμως, πολλά κιλά ακόμα να διώξει. Και από εμένα και από τον ίδιο της τον εαυτό.
Θυμάμαι. Πάντα θα θυμάμαι το παγωμένο νερό, που έριχνε στο πρόσωπό της, για να κρατηθεί ξύπνια, τα 3 πουλόβερ που φόραγε στο σπίτι, επειδή κρύωνε και δεν είχε δεύτερη σόμπα να βάλει δίπλα στο κρεβάτι της να ζεσταθεί, αφού λεφτά για πετρέλαιο δεν είχαμε. Θυμάμαι τα 2/3 του μισθού της να φεύγουν για χάρη κάποιου, που ποτέ δεν τηλεφώνησε καν να δει, τί κάνουμε, αν ζούμε, πώς τα βγάζουμε πέρα. Αλλά γιατί να πάρει; Τα χρέη του ήταν όλα τακτοποιημένα κι ας στερούμασταν εμείς τη μάνα μας.
Πλέον ξεκουράζεται και πολύ καλά μάλιστα. Η ζωή της χαμογέλασε στο τέλος. Τώρα πια, μπορώ να καταλάβω, γιατί εργάστηκε τόσο σκληρά. Ήθελε η ζωή μου και του αδερφού μου να είναι καλύτερη και ευκολότερη από τη δική της, έτσι ώστε να μην κουραστώ τόσο, όσο κουράστηκε εκείνη όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι, ώστε να μην αποκοιμηθώ ποτέ όρθια.
Βενετία