Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1940 και μετά το τελεσίγραφο των Ιταλών, η Ελλάδα εισέρχεται επισήμως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο την 28η Οκτωβρίου.
Χιλιάδες Έλληνες φεύγουν για το μέτωπο και ανάμεσά τους βρίσκονται και άνθρωποι που αργότερα θα γινόταν διάσημοι και θα μετέφεραν τις φρικτές αναμνήσεις τους, όπως οι σπουδαίοι ηθοποιοί Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Λάμπρος Κωνσταντάρας.
Σε αντίθεση με τους παραπάνω, ο Κώστας Χατζηχρήστος δεν είχε ασχοληθεί μέχρι τότε με την υποκριτική. Άλλωστε ήταν σχεδόν μια δεκαετία νεότερος σε ηλικία και πιθανότατα θα ακολουθούσε έναν εντελώς διαφορετική δρόμο καθώς εκείνη την περίοδο, στα 19 χρόνια του μόλις, ονειρευόταν μια καριέρα στρατιωτικού.
Έτσι άρχισε να φοιτά στην Στρατιωτική Σχολή Σύρου, ενώ στη συνέχεια ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στην αντίστοιχη της Καβάλας. Ο ίδιος είχε αποκαλύψει σχετικά: «Μου άρεσε ο στρατός, ήθελα να γίνω αξιωματικός και τελικά έγινα. Θυμάμαι ότι στη Σύρο έβγαιναν οι ανθυπασπιστές και μετά στην Καβάλα οι ανθυπολοχαγοί. Αυτό έκανα κι εγώ και τελικά έγινα ανθυπολοχαγός. Εκεί με έπιασε και ο πόλεμος»…
Αμέσως βρέθηκε στο μέτωπο της Αλβανίας, ένα παιδί ακόμα… Κι εκεί βίωσε σχεδόν από την πρώτη μέρα το τι θα πει πόλεμος και ένιωσε στο πετσί του όλες τις κακουχίες του. «Πήγα στην Αλβανία και χιλιοταλαιπωρήθηκα γιατί μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο έπαθα κρυοπαγήματα, αλλά ευτυχώς ελαφριάς μορφής. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε με έστειλαν στα μετόπισθεν, μετά στο Πόγραδετς και μετά στην Κορυτσά», είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Φυσικά τα κρυοπαγήματα –αν και φονικός εχθρός όπως αποδείχτηκε- για πολλούς φαντάρους, δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί. Ο φόβος του θανάτου είναι αυτός που τους ξεπερνά όλους. Πρώτα από όλα ο φόβος ότι θα χάσεις την δική σου ζωή και –όπως και να το κάνουμε- το φρικτό συναίσθημα του πώς θα αντιδράσεις όταν θα χρειαστεί να αφαιρέσεις την ζωή κάποιου άλλου που έχει βρεθεί ως εχθρός απέναντί σου…
Αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση βρέθηκε και ο Κώστας Χατζηχρήστος. Μαζί με άλλους στρατιώτες είχαν βγει για περίπολο όταν πίσω από κάποιους θάμνους αντιλήφθηκαν κάποια ύποπτη κίνηση. Φώναξαν «αλτ» και διέταξαν σε όποιον κρυβόταν εκεί να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Τότε αντίκρισε δύο Ιταλούς φαντάρους να προβάλουν έντρομοι αποκαλώντας τον «φρατέλο», δηλαδή αδερφό… «Φρατέλο, φρατέλο» ξαναείπαν εκείνοι και οι φωνές τους ακούστηκαν αμέσως μετά την εντολή του λοχαγού: «Ρίχ’τους»…
«Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι έχω να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Άι στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς» διηγείται ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο οποίος δεν μπόρεσε να εκτελέσει εν ψυχρώ δύο εχθρούς μεν, αλλά παραδομένους στην πραγματικότητα, στρατιώτες. Τότε τους πήγε ως κρατούμενος στην βάση όπου περίμενε ήδη ο λοχαγός του, τον οποίο ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του χαρακτηρίζει «θεριό»!
«Γιατί τους έφερες εδώ, δε σου είπα ρίχ’τους», του λέει, για να δει την αντίδραση του Χατζηχρήστου: «Τσαντίζομαι εγώ, του δίνω το όπλο και του λέω: Ρίχ’τους εσύ που είσαι και ζόρικος»… Τότε ο διοικητής τον ρώτησε το όνομά του, συνειδητοποίησε και αυτός ότι δεν είχε την απανθρωπιά να εκτελέσει δύο άοπλους και πήρε μια απόφαση που καθάρισε την συνείδησή του. Διέταξε να τους δέσουν σε δύο δέντρα αφήνοντάς τους ψωμί και νερό και γνωρίζοντας ότι σε λίγες ώρες από εκεί θα περνούσαν οι ιταλικές δυνάμεις και θα τους έβρισκαν…
Πάντως αυτή δεν ήταν η μοναδική σχέση του Χατζηχρήστου με τον πόλεμο. Υπό μία έννοια μάλιστα, ίσως να είναι και ο λόγος που έγινε ηθοποιός. Υπάρχει κι ένας σχετικός αστικός μύθος που χρονολογείται από την περίοδο της Κατοχής. Σύμφωνα με αυτόν, βρέθηκε να τον κυνηγούν Γερμανοί στρατιώτες και στην προσπάθειά του να αποφύγει την σύλληψη έψαξε για καταφύγιο μέσα σε ένα θέατρο. Αντί, όμως, να κρυφτεί ανάμεσα στους θεατές, αυτός ανέβηκε στο σανίδι και αφού το έργο ήταν κωμωδία, άρχισε τους αυτοσχεδιασμούς κάνοντας το κοινό να ξεσπάσει σε γέλια. Έτσι έσωσε την ζωή του και γεννήθηκε ο ηθοποιός που όλοι γνωρίσαμε μετέπειτα!
Πηγή: menshouse.gr