Εντάξει, μη με πάρετε απ’ τα μούτρα…
Είναι και οι ορμόνες που χορεύουν και χρειάζομαι αγάπη και προδέρμ αυτές τις μέρες. Αλλά πραγματικά, θα ήθελα πολύ να γνωρίσω από κοντά τις εγκυούλες που περνάνε την… «πιο όμορφη περίοδο στη ζωή τους» με την κοιλιά στο στόμα και όλα τα παρελκόμενα της εγκυμοσύνης!
Είναι πολύ όμορφο πράγμα να φέρνεις στη ζωή ένα ανθρωπάκι. Δε συγκρίνεται με καμία ευτυχία στον κόσμο! Ένα θαύμα συντελείται μέσα στο σώμα της γυναίκας, αυτοματοποιημένα, χωρίς να το καταλαβαίνει στην αρχή. Μετά όμως;
Και πάμε τώρα στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα στη ζωή μιας γυναίκας που είναι ήδη μαμά και έχει ζήσει με ενθουσιασμό την πρώτη της φορά, η δεύτερη είναι λίγο… πιο δύσκολη, λίγο πιο πεζή.
Δεν ξέρω πώς το βιώνουν οι άλλες μαμάδες, εγώ πάντως δε θα έλεγα ότι απολαμβάνω τη δεύτερη φορά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν αισθάνομαι ευγνώμων γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Κάτι που το ήθελα τόσο πολύ και ήρθε όμορφα και αβίαστα στη ζωή μου σε αντίθεση με άλλες γυναίκες που ταλαιπωρούνται χρόνια με εξωσωματικές και επίπονες διαδικασίες για να καταφέρουν να γίνουν μαμάδες. Το ξεκαθαρίζω για να μην παρεξηγηθούμε κιόλας. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Από πού να ξεκινήσω; Από τις ναυτίες, τις καούρες και τους εμετούς το πρώτο τετράμηνο; Δε θα ξεχάσω τα ξενύχτια με τα σιμέκο και τα πριμπεράν αγκαλιά, να σέρνομαι από τον καναπέ στο κρεβάτι κι απ’ το κρεβάτι στην τουαλέτα. Ταυτόχρονα, να προσεύχομαι στο Θεό να περάσει και να υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι δε θα ξαναφάω φασολάδα για βραδινό. «Ούτε μουσακά, ούτε ένα ταψί παστίτσιο, στο υπόσχομαι στομαχάκι μου!». Κι αντί να έχω συμπαράσταση, να ακούω έξω από το μπάνιο «Καλά να πάθεις που δεν ακούς! Σου είπα: Μη φας τόσο πολύ! Άντε βρε κοριτσάκι μου, κάντον να τελειώνουμε! Να μπω να σε βοηθήσω;». Όπως καταλαβαίνετε ο άντρας μου τον εμετό τον έχει για πλάκα, σε αντίθεση με εμένα που η τελευταία φορά που έκανα εύκολα εμετό ήταν στα 8 μου μέσα σε ένα σαπιοκάραβο για Τήνο με 12 (!) μποφόρ. Δεν πρόλαβα να τη σκεφτώ την ρουκέτα. Ούτε θυμάμαι τι άκουσε η μάνα μου που με πήρε μαζί της για να κάνουμε τάμα. Τώρα όμως, στα 34, ξέχασα τη διαδικασία. Κι αντί να έχω συμπαράσταση, με περιπαίζουν που δεν… «αφήνομαι». «Μα θα πνιγώ σου λέω!», «Άσε μας ρε Δέσποινα λες και είσαι 5 χρονών!».
Τέτοιους διαλόγους άκουγαν οι γείτονες από τα γύρω διαμερίσματα τα ξημερώματα. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι μπορεί έξω να είχε 10 βαθμούς κελσίου, αλλά εγώ ένιωθα ότι ήμουν στη Σαχάρα και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτα. Το πρωί ο Βαγγέλης ξυπνούσε με μίξες και δέκατα… «Έλα τώρα! Υπερβολές! Τουλάχιστον το κρύο σκοτώνει τα μικρόβια!», αποκρινόμουν σα να του έλεγα το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο μέσα στο καταχείμωνο.
Άσε το φαγητό… Μη φας αυτό, μη φας εκείνο και γενικώς ατέλειωτοι διατροφικοί περιορισμοί. «Σαλάτα; Με προσοχή και καλό πλύσιμο μη πάθεις τοξόπλασμα!», «Φράουλες; Μόνο βιολογικές!», «Κρασί; Μόνο ένα ποτήρι την εβδομάδα!», «Τόνος; Ποτέ από κονσέρβα!»… «Ναι μισό λεπτό, θα πάω να τον ψαρέψω!»…
Η συχνοουρία; Πού την πας την συχνοουρία; Ποτέ μην υποτιμάς την ΣΥ–ΧΝΟ–ΟΥ–ΡΙ-Α! Έσπασα κάθε ρεκόρ με μέσο όρο τα είκοσι λεπτά…! Κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα. Και άντε μετά να σε πιστέψουν οι άλλοι ότι δε λουφάρεις στη δουλειά. Στο γραφείο πλέον με κοιτούν σαν ούφο. «Καλέ τι κρύο έχει εδώ μέσα, δεν κρυώνετε με τόσο δυνατό κλιματισμό;». Όχι μαντάμ, δεν κρυώνουμε! Για την ακρίβεια έχουμε πάρει φωτιά… Και του το είπα του άμοιρου του Συρίγου που με ανέχεται τους τελευταίους μήνες στο γραφείο. «Βάζε βρε αγόρι μου μακρυμάνικα αυτές τις μέρες, πάρε και καμία καζακούλα από το σπίτι για καλό και για κακό!», «Μα έξω έχει 25 βαθμούς!», αποκρίνεται απελπισμένος… Τι να πει κι αυτός! Θα πουντιάσει καμιά ώρα και θα το ‘χω και τύψεις!
Η κοιλιά; Τι δεν καταλαβαίνεις; Όταν λέμε κοιλιά, εννοούμε «κοιλιάααα»! 28 ώρες να βρεις ρούχα που να σου κάνουν και άλλες 52 για να τα φορέσεις. Βάζεις καφτάνι, είσαι σαν τον Ντέμη Ρούσσο, τον μακαρίτη, βάζεις παντελόνα, σε στενεύει, βάζεις φόρμα, πας στο γραφείο σαν τον λέτσο. Καλά, για κάλτσες και κορδόνια ούτε λόγος! Συγχωράτε με βρε παιδιά! Δεν χωράω πουθενά! Δε μπορώ να σκύψω, δε μπορώ να τεντωθώ… Θεέ μου! Γέρασα στα 34! Πασαλείβομαι ολημερής με λάδια, κρέμες, βαζελίνες και λαμποκοπάω σαν φώκια που βγήκε από τη θάλασσα! Άσε την κατακράτηση, τα πρησμένα πόδια, και το… μπούστο της αγελάδας. Αν δε το ζήσεις δε θα με καταλάβεις ποτέ!
Η μέση μου; Η κατακαημένη μου μεσούλα! Πόσα κιλά να αντέξει η δύστυχη; Πάω μονόπατα, βαδίζω και παραμιλώ… Η σeξουαλικότητά μου στα… τάρταρα. Η λίμπιντο κοιμάται τόσο βαθιά που δεν ξυπνάει ούτε με γυναικείο βιάγκρα!
Τα χάπια; Ατέλειωτα χάπια! Δύο σίδηρους, ένα φυλλικό οξύ, τρία μαγνήσια και ένα ασβέστιο σε καθημερινή βάση. Σαν τη γιαγιά μου τη Βαγγελίτσα έχω γίνει, που κοιμόταν με τα ντεπόν κάτω από το μαξιλάρι και έβαζε ξυπνητήρι για να μη ξεχάσει τα λοναρίντ.
Ο βραδινός ύπνος; Εδώ γελάνε! Έχω δοκιμάσει τα πάντα! Τα ειδικά, τεράστια, μακρόστενα μαξιλάρια -πιο άβολα πεθαίνεις- την ιδανική στάση, αλλά τζίφος. Το κρεβάτι δε με χωράει. Προσπαθώ να κοιμάμαι στα αριστερά όπως συμβουλεύουν οι γιατροί, αλλά δεν τα καταφέρνω. Βασικά θα προτιμούσα να απλώνομαι απ΄ άκρη σ’ άκρη στο διπλό κρεβάτι και ο Βαγγέλης να κοιμάται στον καναπέ, αλλά νομίζω πως θα με χωρίσει αν του το πω… Γι’ αυτό «περιορίζομαι» στη μεριά μου και δε λέω κουβέντα.
Οι λιγούρες; Πολλές και ασταμάτητες. Δυστυχώς στην περίπτωσή μου δεν πιάνει το… «αγάπη μου μύρισα Nutella!»… Με κοιτάει λίγο άγρια γι’ αυτό προτιμώ να την… τσακίζω στα κρυφά όταν πέφτει για ύπνο! Μέχρι και το κοριτσάκι μου το καημένο με έχει πάρει χαμπάρι και κάθε φορά που τρώει μία λιχουδιά την κρατάει σε απόσταση ασφαλείας με το φόβο ότι θα της την φάω. «Ελενάκι μου μήπως χόρτασες;», τη ρωτώ καθώς τρέχουν τα σάλια μου. «Έλα ρε μαμά! Μη μου το φας κι αυτό!». Ντρέπομαι, αλλά αυτή είναι η αλήθεια! Τρώω τα φαγητά του παιδιού μου. Και τα γλυκά. Και τα παγωτά…
Η υπνηλία; Χα! Εδώ γελάνε! Μπορώ να κοιμηθώ παντού. Καθώς γράφω στον υπολογιστή, καθώς βλέπω ταινία, καθώς τρώω. Περιμένοντας το σχολικό… «Μαμά! Ξύπνα!», ακούω την άκαρδη κόρη μου να φωνάζει…
Η αμνησία; Μεγάλο κεφάλαιο! «Μα πού τα ακούμπησα; Μπορώ να ορκιστώ ότι είχα αφήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τραπέζι της κουζίνας!», και κάπως έτσι κατέστρεψα μία μέρα από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό με την οικογένειά μου. Ψάχνανε όλοι να βρουν τα κλειδιά μου αντί να ψήνουν αρνάκι στη σούβλα. «Ορίστε τι κάνατε με την ανευθυνότητά σας και την ακαταστασία σας! Να δω τώρα πώς θα επιστρέψω στην Αθήνα!». Είχαν ακροβολιστεί όλοι να ψάχνουν σε τσέπες, τσεπάκια, ραφάκια, ντουλάπια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο άντρας μου, η γιαγιά μου. Μόνο τη σκυλίτσα μας τη Μπουμπού δεν βάλαμε να ψάχνει. Για να μη σας τα πολυλογώ, τα κλειδιά ήταν στο μπάνιο, δίπλα από την τουαλέτα που όπως σας ανέφερα και προηγουμένως, έχουμε γίνει πολύ καλές φίλες τελευταία… Σιγά το πράγμα! Πώς κάνουν έτσι κάποιοι άνθρωποι; Δεν έχει δικαίωμα μία εγκυούλα να ξεχάσει κάτι;
Το άγχος; Ατέλειωτο! Να είναι υγιές το μωρό! Παρατηρώ τους υπέρηχους, κρέμομαι από τα χείλη του γιατρού μου, κάνω συνέχεια εξετάσεις! Προσεύχομαι να είναι καλά το νινάκι μου!
Η ανυπομονησία; Μεγάλη! Πώς να είναι αυτό το μωρό; Θέλω τόσο πολύ να το γνωρίσω!
Τι; Να κάνω κι άλλο παιδί; Εγώ; Ποτέ ξανά! Βέβαια όταν θα το κρατήσω στην αγκαλιά μου νομίζω πως θα τα ξεχάσω –ξανά- όλα… Και τότε βλέπουμε!
Εγκυούλες μου σας αγαπώ όλες τόσο πολύ κι ας μη σας ξέρω! Με το καλό να γεννηθούν όλα τα μωράκια, υγιή, τυχερά κι ευλογημένα…
Γράφει η Δέσποινα Καμπούρη: